παλαιωσις

παλαιωσις
    παλαίωσις
    πᾰλαίωσις
    -εως ἥ старение
    

(οἴνῳ ὠφέλιμον π., sc. ἐστιν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παλαιωσις" в других словарях:

  • παλαίωσις — keeping for a long time fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιώσει — παλαίωσις keeping for a long time fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλαιώσεϊ , παλαίωσις keeping for a long time fem dat sg (epic) παλαίωσις keeping for a long time fem dat sg (attic ionic) παλαιόω make old aor subj act 3rd sg (epic) παλαιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίωση — η (ΑΜ παλαίωσις [παλαιώ] νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τούς προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά 2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»… …   Dictionary of Greek

  • παλαιώσεως — παλαιώσεω̆ς , παλαίωσις keeping for a long time fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίωσι — παλαίω wrestle pres subj act 3rd pl παλαίωσις keeping for a long time fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίωσιν — παλαίω wrestle pres subj act 3rd pl παλαίωσις keeping for a long time fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»